χοντροκαμωμένος

χοντροκαμωμένος
χοντροκάμωτος, η , ο
1) грубый, топорный; 2) 5толстый, нескладный (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χοντροκαμωμένος" в других словарях:

  • χοντροκαμωμένος — η, ο, Ν 1. χοντροδουλεμένος, κακοφτειαγμένος 2. (για πρόσ.) αυτός τού οποίου τα μέλη είναι χοντρά ή τα χαρακτηριστικά αδρά …   Dictionary of Greek

  • χοντροκαμωμένος — η, ο και χοντροκάμωτος, η, ο 1. χοντροδουλεμένος. 2. αυτός που έχει χοντρά χαρακτηριστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χονδροειδής — ές, Ν 1. άκομψος, αδρομερής, χοντροκαμωμένος («χονδροειδής κατασκευή») 2. (για πρόσ.) άξεστος, τραχύς, ανάγωγος 3. πάρα πολύ απρεπής, ανάρμοστος (α. «χονδροειδής συμπεριφορά» β. «χονδροειδές αστείο»). επίρρ... χονδροειδώς Ν 1. με άκομψο τρόπο 2.… …   Dictionary of Greek

  • χοντρ(ο)- — και χονδρ(ο) Ν α συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης»… …   Dictionary of Greek

  • χοντροκάμωτος — η, ο, Ν χοντροκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + καμωτός (< καμώνω / κάνω), πρβλ. χερο κάμωτος] …   Dictionary of Greek

  • χοντροκομμένος — η, ο, Ν 1. αλεσμένος σε χοντρούς κόκκους («χοντροκομμένος καφές») 2. κομμένος σε χοντρά κομμάτια 3. (για πρόσ.) αυτός που έχει τα μέλη του χοντρά ή τα χαρακτηριστικά του αδρά, χοντροκαμωμένος 4. κατασκευασμένος με άτεχνο τρόπο («χοντροκομμένη… …   Dictionary of Greek

  • χοντροφτ(ε)ιαγμένος — η, ο, Ν χοντροκαμωμένος, χοντροκάμωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + φτ(ε)ιάχνω] …   Dictionary of Greek

  • αδροκαμωμένος — αδροκαμωμένος, η, ο και αδροκάμωτος, η, ο χοντροκαμωμένος: Έχει σώμα αδροκαμωμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοντροκάμωτος — η, ο βλ. χοντροκαμωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοντροφτιαγμένος — η, ο χοντροκαμωμένος, αυτός που έχει χοντρά χαρακτηριστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»